- μερίμναμα
- μερίμνᾱμα1 anxiety Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277. ad fr. 223.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μερίμνημα — μερίμνημα, τό (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) [μεριμνώ] μέριμνα, φροντίδα μσν. αντικείμενο μέριμνας … Dictionary of Greek